«Γιάντες», της Αμάντας Μιχαλοπούλου

Το Γιάντες σε παίρνει απ’ το χέρι και σε παρασύρει σ’ έναν δικό του κόσμο. Ένα κόσμο με γεύσεις και συναισθήματα που δημιουργούνται ‒αναπόφευκτα‒ ανάμεσα στα μέλη μιας οικογένειας. Ο σκοπός του Γιάντες είναι να αποδείξει ότι οι ζωές μας, που μοιάζουν πεζές ακολουθώντας τη ρουτίνα τους, έχουν μαγικές πινελιές και ξεχωριστές εικόνες. Αρκεί να θέλεις να τις δεις.

Ένα βιβλίο μέσα σ’ ένα άλλο βιβλίο.

Μετά τον θάνατο του πατέρα τους, η Αθηνα επιμελείται τη νουβέλα που έγραψε ο αδερφός της, ο Ηλίας. Σαν παιδί οικογένειας με παράδοση στη μαγειρική, ο Ηλίας παρουσιάζει την ιστορία της οικογένειάς του μέσ’ από συνταγές για σούπες, ορεκτικά, κυρίως πιάτα και ιδιαίτερες γεύσεις. Η Αθηνά διαβάζει το κείμενο αλλά η επιμέλεια φαίνεται να είναι ένα πολύ δύσκολο έργο: Αναγνωρίζει τους χαρακτήρες· οι γονείς της, η ίδια, η γιαγιά της, οι θείοι της. Όλοι παρόντες, ζωντανοί και άμεσα εμπλεκόμενοι με γευστικά πιάτα.

Το μέσα της όμως, δεν συμφωνεί με τα όσα γράφει ο Ηλίας. Το μέσα της τα ’χει βιώσει αλλιώς, τα μάτια της έχουν συλλάβει τις εικόνες διαφορετικά, η γλώσσα της έχει γευτεί τα φαγητά μ’ έναν άλλο τρόπο.

«Βγάζοντας τον πατέρα από τη μέση απαρνιέται τον πραγματισμό του βιβλίου· την αυστηρότητα που χρειάζεται ένα κείμενο, για να είναι όχι μόνο γοητευτικό αλλά και λειτουργικό. Ο Ηλίας απάντησε ότι δεν χρειάζεται να κάνω ρυτίδες, επειδή εκείνος έγραψε ένα μέτριο βιβλίο».

Υπάρχει άραγε σωστή ματιά για να δει κάποιος την πραγματικότητα σε μια οικογένεια; Ήταν ο πατέρας πιο σημαντικός για την Αθηνά παρά για τον Ηλία; Και πόσο τους επηρεάσε ή και τραυμάτισε η αποχώρηση της μητέρας από το σπίτι;

Το βιβλίο κινείται ανάμεσα στη νουβέλα του Ηλία ‒ένας μαγικός υπερρεαλισμός με φαγητά να διηγούνται την ιστορία της οικογένειας και τα μέλη της να διαγράφονται μέσα από αυτά‒ και τα κείμενα της Αθηνάς που λειτουργούν σαν αντιφώνηση.

«Η γιαγιά Καλή ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι και παραληρούσε. Δεν επρόκειτο να πεθάνει, έλεγε αν δεν πει στον Στέφανο το μυστικό της. Το μυστικό αυτό ήταν μια συνταγή μαγειρικής. Λεγόταν «χταποδάκι γλυκό» και ήταν η σπεσιαλιτέ της στην ταβέρνα της Αστυπάλαιας. Ένα μοβ χταπόδι σε πηχτή σάλτσα, μαλακό και γλυκό, που το σέρβιραν σε μικρό πιάτο με κουταλάκι».

Και μέσα σ’ όλα, το παρόν κυλούσε ανεμπόδιστο όπως κυλά πάντα. Η Αθηνά καλείται ν’ αντιμετωπίσει τους γρίφους που άφησε ο πατέρας της μετά τον θάνατό του, τις γευστικές παραγράφους που ντύνουν την οικογένειά της μέσα από το κείμενο του αδερφού της κι επίσης, να βρει τη δικιά της θέση στο κάδρο χρησιμοποιώντας αυτό που έμαθε να κάνει καλά: Να γεύεται.

Το Γιάντες με μάγεψε με την ιδιαιτερότητά του. Πολλές φορές σάλιωσα τα χείλη καθώς το διάβαζα, μια που ο εγκέφαλος διαβάζοντας για φαγητά έπαιρνε το μήνυμα «της πείνας»! Κι όλο βουτούσα σε πιάτα με μπαχαρικά και σάλτσες κι όλο βολτάριζα σε κουζίνες όπου αναπτύσσονταν αδιέξοδα ειδύλλια.

Μαγικό.  

@MariannaFlorou 2025 All rights reserved

Προσθέστε σχόλιο

Your email address will not be published. Required fields are marked *