«7 – Veni Vidi Vici»

Το «7- Veni- Vidi –Vici» είναι  μία συλλογή διηγημάτων με κύρια θέματα τον έρωτα και την ξενοφοβία. Κυκλοφόρησε την άνοιξη του 2011 και αγκαλιάστηκε με αγάπη από το αναγνωστικό κοινό.

Αν και τα θέματα του βιβλίου αποτελούν δύσκολα κεφάλαια για την εποχή μας, στα διηγήματα δίνονται με προσοχή προκαλώντας δυνατά συναισθήματα στον αναγνώστη χωρίς όμως να τον τρομοκρατούν.

Σκοπός του βιβλίου είναι να ταξιδέψει, να συγκινήσει και να προβληματίσει. Ακριβώς επειδή είναι μικρό σ’ έκταση, ικανοποιεί και εκείνους που θέλουν κάτι πιο σύντομο και περιεκτικό.  Άλλωστε, το διήγημα είναι μία συμπαγής μορφή λογοτεχνίας, όπου ο συγγραφέας πρέπει να εκφράσει όσα έχει να πει σε μόνο λίγες σελίδες.

Οι τίτλοι των διηγημάτων φαίνονται παράξενοι στον αναγνώστη («Νοικιασμένη Καταδίκη», «Ροκ Συναυλία», «Η Αριάδνη που έφαγε τον Θησέα» κλπ) όμως ολοκληρώνοντας την κάθε ιστορία,  καταλαβαίνουμε το γιατί.

Αποσπάσματα

Κι αν ο θάνατος είναι τόσο αποκρουστικός, πώς ο ύπνος είναι ένας μικρός θάνατος;

Και τι άλλο μπορεί να μας σκοτώσει αργά και γλυκά;

Εφτά λόγοι για να ξυπνάς χαρούμενα το πρωί,

Εφτά αιτίες για να μην σε παίρνει ο ύπνος τα βράδια,

Εφτά μελωδίες για να χορεύεις ξυπόλυτος στη βροχή,

Εφτά χάδια για να κοιτάς κάποιον στα μάτια,

Εφτά πρόσωπα για ν’ ανοίξεις την καρδιά σου χωρίς να φοβάσαι,

Εφτά ατελείωτοι εφιάλτες για να κρύψεις ένα πιστόλι κάτω απ’ το

μαξιλάρι σου,

Εφτά δυνατές γροθιές για να πεις σε κάποιον πόσο τον αγαπάς  πριν τον χάσεις.

(Απόσπασμα από τον Πρόλογο)

[…] Την έλεγαν Φιάλα, που σημαίνει Βιολέτα. Το βρήκα πολύ όμορφο όνομα και της το ʹπα. Είχε

έρθει εδώ για να δουλέψει σαν γραμματέας σε ναυτιλιακή εταιρεία, αλλά στην πορεία κατέληξε

να καθαρίζει τα γραφεία και τις τουαλέτες της εν λόγω εταιρείας. Εγώ σκοτείνιασα όταν το

άκουσα, εκείνη χαμογέλασε.

«Δεν πειράζει», είπε αφήνοντας μπουκίτσες καπνού να βγουν απ’ το στόμα της. Σημασία είχε

ότι έπαιρνε λεφτά για να στέλνει στην οικογένειά της. Η ίδια είχε σπουδάσει βιολί∙ τώρα η κόρη της

σπούδαζε πιάνο ενώ ο γιος της πήγαινε ακόμα στο λύκειο. Χρειάζονταν πολλά λεφτά

για να τα καταφέρουν και παρ’ όλο που ήταν μακριά και της έλειπαν τόσο πολύ, χαιρόταν που

μπορούσε να τους βοηθήσει. Όταν τη ρώτησα για τον άντρα της, κούνησε νευρικά το κεφάλι:

τους είχε εγκαταλείψει όταν ο μικρός ήταν μόλις πέντε χρονών.

Για λίγο έγινε σιωπή και ένιωσα άβολα, ίσως θα ʹπρεπε να φύγω, αλλά ντράπηκα  ‒και να φύγω

και που ρώτησα. Τελικά με κοίταξε πάλι χαμογελώντας κι αποφάσισα να χαλαρώσω. […]

(Απόσπασμα από το διήγημα «Veni Vidi Vici»)

Προσθέστε σχόλιο

Your email address will not be published. Required fields are marked *