Μου ʹχε κάνει εντύπωση την πρώτη εκείνη φορά που ο αδερφός του αποφάσισε να μας επισκεφθεί. Όχι, δεν ήταν ο ερχομός του που με εντυπωσίασε ‒ άλλωστε, τι πιο φυσιολογικό, ο ένας αδερφός σπούδαζε στη βόρεια Ελλάδα, ο άλλος στη νότια κ είπε ο μικρός να κάνει μια εκδρομή. Το παράξενο ήταν η αντίδραση του μεγάλου, όταν η παρέα εισηγήθηκε να εκμεταλλευτούμε το τριήμερο και ν’ απολαύσουμε το γραφικό χωριουδάκι που απείχε μόλις ογδόντα χιλιόμετρα από την πόλη.
«Ποιος θα ʹχει αμάξι;» ρώτησε.
Προθυμοποιήθηκε ο Γιώργος.
«Εντάξει», είπε. «Θα πάρω κι εγώ το δικό μου».
«Κάτσε ρε ʹσυ, γιατί;» σχολίασε η Ράνια. «Αφού χωράμε στου Γιώργου. Πέντε δεν είμαστε;»
Τ’ αδέρφια αντάλλαξαν ένα βλέμμα με σημασία. Σαν να ʹχε στηθεί ένα πρόχειρο οικογενειακό συμβούλιο των τριών δευτερολέπτων.
«Δεν ταξιδεύουμε ποτέ μαζί,» είπε τελικά ο μεγάλος.
Κοίταξε τα χέρια του· αυτή ήταν μια κίνηση που έκανε όταν βρισκόνταν σε αμηχανία, το ήξερα καλά.
«Τι εννοείς δεν ταξιδεύετε ποτέ μαζί;» θέλησα να μάθω, μ’ ένα χαριτωμένο τόνο στη φωνή μου (το κάνω αυτό όταν διαισθάνομαι πως η απάντηση που θ’ ακούσω δεν θα ʹναι ευχάριστη).
«Βασικά, οι γονείς μας», άρχισε ο μεγάλος παίρνοντας ένα άδειο τενεκεδάκι μπύρας και βάζοντάς το στα σκουπίδια.
«Οι γονείς σας τι; Σας απαγορεύουν να ταξιδεύετε μαζί;» επέμεινα.
«Ακριβώς», πετάχτηκε ο μικρός ρίχνοντας στο στόμα του ξηρούς καρπούς και κτυπώντας μετά τις παλάμες του μεταξύ τους.
Δεν σχολίασα περαιτέρω, αλλά η σιωπή που απλώθηκε στην παρέα ήταν έντονη.
Ο μεγάλος αδερφός μάλλον ένιωσε την ανάγκη να δώσει περισσότερες πληροφορίες για να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα.
«Και οι ίδιοι όποτε ταξιδέψουν, φροντίζουν να κάνουν ανανέωση διαθήκης προηγουμένως».
Κοιταχτήκαμε όλοι μεταξύ μας.
Σ’ αυτή την αμήχανη σιωπή, ακούστηκε ένα δειλό χαχανητό. Δειλό, αλλά προφανώς κολλητικό αφού γρήγορα γελούσαμε όλοι με τις αποκαλύψεις των δύο αδερφών. Ευθύς άρχισαν τα πειράγματα.
«Λες να τσακωθείτε μεταξύ σας για κανένα αμπέλι;»
«Ρε ʹσυ, άμα έχεις τόση περιουσία, τα φτιάχνω άνετα μαζί σου..!» (Αυτός ήταν ο Γιώργος).
«Ξέρουν οι γονείς σας τι συλλεκτικά κομμάτια είστε που ωφείλουν να διατηρήσουν έστω και έναν από εσάς στον μάταιο τούτο κόσμο!»
Και δώστου να τους πειράζουμε.
Όταν σταματήσαμε να γελάμε, οργανώσαμε την εκδρομή δεχόμενοι σαν φυσιολογικό το αίτημα των αδερφών να ταξιδεύουν χωριστά.
Εγώ όμως την έβλεπα πιο σοβαρά αυτή την παραξενιά… Διέκρινα την αγωνία των γονιών να μην χάσουν και τα δύο παιδιά τους, τον φόβο τους να μην μείνουν μόνοι. Κι ας ήμουν εγώ που ʹχα ξεκινήσει το χαχανητό για να βγάλω τους αδερφούς από τη δύσκολη θέση.
Πολλά χρόνια μετά, έτυχε να ταξιδεύουμε μαζί με τον αδερφό μου για Φρανκφούρτη. Θυμήθηκα το συνήθειο του συμφοιτητή μου και της οικογένειάς του και για μια στιγμή, σφίχτηκε η καρδιά μου στη σκέψη ότι μπορεί να συμβεί κάτι και στους δυο μας.
Αλλά το θετικό είναι ότι μεγαλώνοντας, γίνεσαι λίγο πιο σοφός και πολλές φορές πιο σοφός, σημαίνει λιγότερο ευαίσθητος.
«Αν ήρθαμε στη γη σαν αδέρφια πάει να πει ότι έχουμε μια ιδιαίτερη σύνδεση εγώ κι ο αδερφός μου», σκέφτηκα. «Οπότε, αν θα πρέπει να φύγουμε απ’ τα εγκόσμια μαζί, δεν πειράζει. Κι οι γονείς μας αν χρειαστεί, θα το αντέξουν. Κάρμα το λένε», είπα στον εαυτό μου και τελείωσε η υπόθεση.
Μ’ αυτά τα καρμικά λοιπόν απόλαυσα το ταξίδι μας.
Ειδάλλως, ακόμα θα ψάχναμε για διαφορετικές πτήσεις στις γερμανικές αερογραμμές.
Προσθέστε σχόλιο