Ο Ιάπωνας συγγραφέας κέρδισε το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 2017, όχι για το συγκεκριμένο βιβλίο αλλά για το «Απομεινάρια μιας μέρας». Γεννήθηκε στην Ιαπωνία αλλά μεγάλωσε στην Αγγλία και η γραφή του είναι πιο δυτική.
Το βιβλίο αυτό που κυκλοφόρησε το 2015 είναι ένα παραμύθι με δράκους, γίγαντες και ιππότες. Ένα παραμύθι που έχει μέσα του την Αγγλία με την ομίχλη της και τους Σάξωνές της, ένα κλασικό αγγλικό παραμύθι.
Η ιστορία έχει ως εξής:
Βρισκόμαστε σ’ ένα απομονωμένο χωριό μετά που έχει πεθάνει ο Βασιλιάς Αρθούρος κι εκεί μένει ένα ηλικιωμένο ζευγάρι Βρετανών, ο Αξλ και η Μπέατρις. Μια μέρα ο Αξλ διαπιστώνει ότι θυμάται κάποια πράγματα αλλά αποσπασματικά σαν να μην έχει μια ολοκληρωμένη εικόνα των αναμνήσεών του κι εκεί συνειδητοποιεί, συζητώντας το με την Μπέατρις, την αγαπημένη του γυναίκα (σε όλο το βιβλίο είναι διάχυτη αυτή η αγάπη που έχει το ζευγάρι μεταξύ τους) το μοιράζεται λοιπόν μαζί της και διαπιστώνουν ότι δεν έχουν μνήμες, δεν έχουν αναμνήσεις, δεν μπορούν να θυμηθούν πράγματα. Τότε προσπαθώντας σκληρά συνειδητοποιούν ότι έχουν ένα γιο ο οποίος για κάποιο λόγο που δεν θυμούνται, έφυγε και μένει αλλού. Έτσι, αποφασίζουν να κάνουν ένα ταξίδι μέσα σ’ αυτή την ομίχλη (η οποία διαπιστώνουν ότι είναι και ο λόγος που δεν έχουν μνήμες) για να βρουν τον γιο τους.
Σ’ αυτό το πολύ μακρινό ταξίδι συναντάνε ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι με μία γριά κι έναν βαρκάρη κι εκεί μπαίνει το πρώτο σημαντικό κλειδί της ιστορίας γιατί ο βαρκάρης είναι ένας από τους βαρκάρηδες που δούλευε ως εξής: Με τη βάρκα του περνούσε τους ανθρώπους από την ακτή σ’ ένα νησί. Αυτό το νησί είχε την ιδιαιτερότητα να δέχεται ένα άτομο κάθε φορά. Για να δεχθεί ζευγάρια έπρεπε να αποδείξουν ότι έχουν ένα πολύ δυνατό δεσμό μεταξύ τους. Αλλά ακούγοντας αυτό το πράγμα ο Αξλ και η Μπέατρις, σκέφτονται ότι αφού υπήρχε η ομίχλη που απορροφούσε τις αναμνήσεις, πώς θα μπορούσαν να περάσουν και οι δύο απέναντι.
Προχωράνε λοιπόν, συναντάνε έναν ιππότη, εμπλέκονται σε θέματα σ’ ένα χωριό Σαξώνων που έχουν τις δικές τους προκαταλήψεις και δεισιδαιμονίες, μετά βρίσκονται σ’ ένα μοναστήρι που όμως τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται, ακολούθως συναντάνε έναν άλλο ιππότη που υπηρετεί ακόμα τον Βασιλιά Αρθούρο παρόλο που ο βασιλιάς έχει ήδη πεθάνει και κινούνται όλοι στο να βρουν τη δράκαινα η οποία είναι υπεύθυνη ουσιαστικά γι’ αυτή την ομίχλη.
Η γραφή του Ισιγκούρο έχει έναν αργό ρυθμό αλλά αυτό δεν είναι μόνο στο συγκεκριμένο βιβλίο, είναι κάτι που παρατηρείται και σε άλλα του βιβλία. Εμένα προσωπικά μου αρέσει πάρα πολύ, είναι σαν να τρως ένα γλυκό και το απολαμβάνεις αργά. Η γραφή του είναι σπουδαία και ο ρυθμός της είναι απολαυστικός. Μου άρεσε σαν βιβλίο, αν και υπήρχανε σημεία που το βρήκα κάπως φλύαρο∙ μου άρεσε το τοπίο και ο συμβολισμός, με συγκίνησε πάρα πολύ η αγάπη του ζευγαριού και το δέσιμο με τις αναμνήσεις ειδικά εκεί που λέγανε ο ένας στον άλλον: «Ξέρεις αν τελικά θυμηθούμε πώς ήμασταν ή αν θυμηθούμε τις φορές που τσακωθήκαμε, θα εξακολουθείς να μ’ αγαπάς;» Όλο αυτό που δένει τα ζευγάρια.
Το τέλος με ξάφνιασε και δεν με ικανοποίησε. Δεν είχε βέβαια το κλασικό happy end, έχει ένα πιο ανοικτό τέλος αλλά ίσως έτσι έπρεπε να είναι. Αν είχε κακό τέλος θα μας δυσαρεστούσε σαν αναγνώστες, αν είχε κάποιου είδους happy end θα έκανε την ιστορία κάπως γλυκανάλατη.
Γενικότερα όμως ήταν ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο∙ το σκηνικό του, οι συμβολισμοί του, όλο αυτό που συνέθετε, εμένα μου άρεσε. Ένα ωραίο έργο του Ισιγκούρο.
@MariannaFlorou 2022 All rights reserved
Προσθέστε σχόλιο