«Το Σοφό Παιδί», του Χ.Α. Χωμενίδη

Το «Σοφό Παιδί» γράφτηκε το 1989, όταν ο συγγραφέας ήταν μόλις 23 χρονών. Η θεματολογία του βιβλίου, οι εικόνες που περιγράφονται είναι ουσιαστικά η ιστορία της Ελλάδας κατά τη διάρκεια της Χούντας. Αρχικά επικρατεί ένα ελληνοχριστιανικό κλίμα, ακολούθως η μεταπολίτευση και η μεταμόρφωση της Ελλάδας από μία υπανάπτυκτη χώρα των Βαλκανίων σε ουραγό της Ενωμένης Ευρώπης ‒λόγια του ίδιου του συγγραφέα στην εισαγωγή. Υπάρχουν αλλαγές ακόμα και στην τηλεόραση που από ασπρόμαυρη έγινε έγχρωμη. Η αγορά κατακλύστηκε από νέα τσιγάρα, περιοδικά στα περίπτερα, καταργήθηκαν οι δασμοί, ενώ κάθε μικρομεσαία οικογένεια μπορούσε να έχει το δικό της αμάξι.

Όλα αυτά περιγράφονται με ιδιαίτερη γλαφυρότητα στο βιβλίο. Ένα βιβλίο το οποίο διακατέχεται από μία «αταξία». Ο κεντρικός ήρωας είναι ένα παιδί οχτώ χρόνων που μένει σ’ ένα χωριό και αξιολογείται για τις γνώσεις του από μία επιτροπή. Η επιτροπή αποφασίζει ότι πρόκειται για ένα «σοφό παιδί» και προτείνεται να πάει στην πόλη για να φοιτήσει δωρεάν σ’ ένα κολέγιο.

Μέχρι εδώ ακούγεται σαν μία απλή ιστορία αλλά αυτό το παιδί προέρχεται από μία οικογένεια η οποία παλινδρομεί ανάμεσα στην ολοκληρωτική τρέλα και την απόλυτη αρρώστια. Ο πατέρας είναι τουλάχιστον παρανοϊκός. Οι πράξεις του δείχνουν έναν ανισόρροπο άνθρωπο· μέχρι και αδίστακτο θα τον χαρακτηρίζαμε. Μπροστά στα μάτια του παιδιού ο πατέρας διατάζει τον ομαδικό βιασμό της γυναίκας του (όταν το διάβασα μού ʹρθε να κάνω εμετό, είπα «Τι διαβάζω, τι είναι αυτό;»). Συνεχίζοντας, με διακατείχε το εξής συναίσθημα: Θέλω να ρίξω το βιβλίο στον τοίχο  αλλά θέλω και να το διαβάσω, με πιάνει νευρικό γέλιο αλλά το παρακολουθώ με αφοσίωση και προσοχή. Δηλαδή πρόκειται για ένα βιβλίο που με πήγαινε πέρα δώθε, σαν να ισορροπούσε το ίδιο το βιβλίο ανάμεσα στα δύο άκρα· όχι μόνο με τα συναισθήματα που προκαλούσε σε μένα αλλά και το ίδιο σαν σύγγραμμα να είχε αυτή την ιδιαιτερότητα.

Υπάρχει έντονα η αιχμηρή αίσθηση του παράλογου, η οποία είναι κάποτε μια λεπτή ειρωνεία, ένας επιφανειακός σαρκασμός ή γίνεται μία απίστευτα προκλητική γελοιότητα. Περιγράφονται επίσης  πολλές σεξουαλικές συνευρέσεις, όργια και παρενοχλήσεις ανηλίκων.

Ο  διευθυντής του σχολείου είναι ένας πολύ έξυπνος άνθρωπος αλλά με παιδοφιλικές τάσεις. Στο κολέγιο φτάνουν κύπριοι πρόσφυγες (ο συγγραφέας κάνει χιούμορ με τα κυπριακά ονόματα και επίθετα)οι οποίοι κάνουν μπούλινγκ στον ίδιο τον πρωταγωνιστή και σ’ ένα κορίτσι. Ένας απ’ αυτούς θα γίνει ο θετός αδερφός του Σοφού Παιδιού. Μέσα σ’ όλα υπάρχουν και τα «ανθρωπίδια» (νάνοι-υπηρέτες αποκύημα της φαντασίας του συγγραφέα που έχουν συγκεκριμένο χρόνο ζωής και μπορείς να πας να τους ψωνίσεις από συγκεκριμένο χώρο) ενώ στο χωριό του ο πατέρας του κτίζει ένα παλάτι και οι χωριανοί πρέπει να πηγαίνουν να τον προσκυνούν.

Το βιβλίο δεν έκανε πουθενά κοιλιά, δεν ένιωσα να με κουράζει, ούτε να επαναλαμβάνεται σε κανένα σημείο. Συνέχεια εμφανιζόταν κάτι πιο ενδιαφέρον, κάτι που δεν θα το περίμενα με τίποτα. Κάθε επόμενο σκηνικό ήταν ξεχωριστό.

Η φαντασία του Χωμενίδη φτάνει σ’ ένα ασύλληπτο επίπεδο και το μαγικό της ανάγνωσης είναι ότι ταυτόχρονα, εκεί που λες: «Τι φαντασιοπληξίες διαβάζω!» βρίσκεσαι στην Ελλάδα της Χούντας, ζεις τη στιγμή που μαθαίνουν για τον θάνατο του Μακάριου, βιώνεις τη Μεταπολίτευση. Η έμφυτη ικανότητα του συγγραφέα να χειρίζεται με τόση άνεση την ελληνική γλώσσα, ξεκινάει από την πρώτη σελίδα μέχρι την τελευταία.

@MariannaFlorou 2023 All rights reserved

Προσθέστε σχόλιο

Your email address will not be published. Required fields are marked *